- πτιλονόρυγχος
- ο, Νζωολ. γένος οτρουθιόμορφων πτηνών τής Αυστραλίας και τής Νέας Γουινέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptilonorhynchus < πτίλον «πούπουλο» + ῥύγχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… … Dictionary of Greek